September 24, 2019
Alexander Main
ΑΥΓΗ, 23 Σεπτεμβρίου 2019
Jacobin, Αύγουστος 2019
Le Monde diplomatique, 1 Ιουλίου 2019
διαβάσετε το πρωτότυπο άρθρο εδώ.
Η Βενεζουέλα αρχικά δεν συγκαταλεγόταν μεταξύ των κύριων αιτιών ανησυχίας του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, σπανίως αναφέρθηκε στο όνομα της χώρας και ποτέ για να υπονοήσει κάποιο ενδεχόμενο σχέδιο παρέμβασης σε αυτήν.
Όλα θα αλλάξουν την άνοιξη του 2017, σε συνέχεια μιας σειράς συναντήσεων μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του πρώην αντιπάλου του στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Μάρκο Ρούμπιο, γερουσιαστή της Φλόριντα με καταγωγή από την Κούβα. Στο πλευρό των εγκατεστημένων στο Μαϊάμι χορηγών και εκλογέων που εχθρεύονται την Αβάνα και το Καράκας, ο Ρούμπιο φαίνεται πως κατάφερε να πείσει τον συνομιλητή του ότι η υιοθέτηση μιας σκληρής γραμμής έναντι της Βενεζουέλας θα τον συνέφερε εκλογικά: κατά τον ίδιο, η επίτευξη μιας αλλαγής πολιτεύματος στη χώρα θα εγγυάτο την επικράτηση του Τραμπ στην κρίσιμη πολιτεία της Φλόριντα κατά τις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Ο Πρόεδρος Τραμπ θα δηλώσει στη συνέχεια την πρόθεσή του να ανατρέψει την πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ Κούβας και ΗΠΑ, την οποία εισήγαγε ο προκάτοχός του Μπάρακ Ομπάμα. Όσον αφορά τη Βενεζουέλα, υπενθύμισε πως μια «στρατιωτική λύση» παραμένει στο τραπέζι, προτού επιβάλει μια συστοιχία καταστροφικών κυρώσεων στο Καράκας. Οι μεγαλύτερες πρωτεύουσες της περιοχής συντάσσονται στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον για την ανατροπή της κυβέρνησης του Προέδρου Νικολάς Μαδούρο -κάτι που θα φάνταζε αδιανόητο πριν από μια δεκαετία.
Είναι επειδή η Λατινική Αμερική έχει αλλάξει. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου Ομπάμα, τον Ιανουάριο του 2009, στην πλειοψηφία των χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής κυβερνούσε η Αριστερά. Οι πολιτικοί ηγέτες υπερασπίζονταν την ανεξαρτησία της περιοχής, παρά τις προσπάθειες των προηγούμενων ρεπουμπλικανικών διακυβερνήσεων να παρεμποδίσουν την άνοδο του «κόκκινου κύματος», που σάρωσε τη νότια αμερικανική ήπειρο στις αρχές του 21ου αιώνα.
Όταν, μετά το πέρας της δεύτερης θητείας του, ο πρώτος μαύρος Πρόεδρος των ΗΠΑ ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, η Λατινική Αμερική είχε ήδη μετατοπιστεί προς τα δεξιά. Σημαντικοί οργανισμοί περιφερειακής ολοκλήρωσης που είχαν προωθηθεί από τις αριστερές κυβερνήσεις, όπως η Ένωση Εθνών της Νότιας Αμερικής (UNASUR) ή η Κοινότητα Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), παραλύουν και απειλούνται με κατάρρευση. Μια νέα συμμαχία, με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, κάνει την εμφάνισή της: η Συμμαχία του Ειρηνικού, το σύνολο των μελών της οποίας (Χιλή, Κολομβία, Μεξικό και Περού) έχουν υπογράψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ανοιχτά εχθρικός προς την UNASUR, το Καράκας και την Αβάνα, ο νέος οργανισμός ανεμίζει ξανά το νεοφιλελεύθερο λάβαρο και προωθεί πολιτικές όμοιες με εκείνες που οδήγησαν, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, σε οικονομική στασιμότητα και αύξηση των ανισοτήτων.
Η πολιτική συναστρία αποδεικνύεται ιδανική για την Ουάσιγκτον, η οποία ξεκινά τις επιχειρήσεις της κατά της Βενεζουέλας. Τον Αύγουστο του 2017, οι εκπρόσωποι δώδεκα περίπου χωρών της Λατινικής Αμερικής, στην πλειοψηφία τους με δεξιές κυβερνήσεις1, όπως και του Καναδά, συνέρχονται στο Περού, όπου υπογράφουν τη Διακήρυξη της Λίμα, κείμενο που καταγγέλλει «την κατάλυση της δημοκρατικής τάξης» και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Βενεζουέλα. Με δέσμευσή του να απομονώσει την κυβέρνηση Μαδούρο, ο Όμιλος της Λίμα στη συνέχεια θα συνεδριάσει αρκετές φορές, με ένα και μόνο θέμα στην ημερήσια διάταξη: τη Βενεζουέλα. Οι απειλές κατά της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ονδούρα ή στην Κολομβία (δύο χώρες-μέλη του Ομίλου της Λίμα) δεν φαίνεται να προκάλεσαν παρόμοιες ανησυχίες.
Αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελούν επίσημα μέλος του Ομίλου της Λίμα, υψηλόβαθμοι Αμερικανοί εκπρόσωποι είναι παρόντες σε κάθε συνεδρίασή του. Αν και η κυβέρνηση Ομπάμα χαιρέτισε τη δημιουργία της Συμμαχίας του Ειρηνικού, κράτησε διακριτική στάση όσον αφορά τον ρόλο των ΗΠΑ στη γένεσή της. Ο περίγυρος του Τραμπ υιοθετεί την ακριβώς αντίθετη στάση: δεν χάνει ευκαιρία να μνημονεύει τις δηλώσεις του Ομίλου της Λίμα, με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση ότι η στρατηγική των ΗΠΑ στο φλέγον ζήτημα της Βενεζουέλας στηρίζεται σε συναίνεση σε περιφερειακό επίπεδο. Προσπάθεια που συνοδεύεται από την εμφανή τύφλωση των μεγάλων ΜΜΕ μπροστά στην ιδεολογική ομοιομορφία αυτού του συνασπισμού.
Όταν ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό αποφασίζει να αυτοανακηρυχθεί μεταβατικός Πρόεδρος της Βενεζουέλας, τον Ιανουάριο του 20192, οι ΗΠΑ και ο Όμιλος της Λίμα τον αναγνωρίζουν αμέσως. Καλούν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας να ανατρέψουν τον Πρόεδρο Μαδούρο, επανεκλεγμένο στις αμφισβητούμενες εκλογές του Μαΐου 2018. Το Μεξικό, την προεδρία του οποίου ανέλαβε ο αριστερός Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ τον Δεκέμβριο του 2018, ήταν η μόνη χώρα που αποστασιοποιήθηκε από τις επίσημες θέσεις του ομίλου. Σε συντονισμό με την Ουρουγουάη, όπου οι προοδευτικοί βρίσκονται επίσης στην εξουσία, το Μεξικό προτείνει έναν «μηχανισμό διαλόγου» προκειμένου να βοηθήσει τη Βενεζουέλα να εξέλθει από την κρίση.
Με αυτό τον τρόπο, ο Όμιλος της Λίμα παρέχει αποφασιστική στήριξη στην κυβέρνηση Τραμπ. Όμως η Ουάσιγκτον, παρά την ευμενή διάθεση των συμμάχων της του Νότου, και μάλιστα στο ευνοϊκότερο για τις ΗΠΑ περιφερειακό πλαίσιο από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, εμφανίζεται τόσο επιθετική ώστε σταδιακά αποξενώνει τους υποστηρικτές της. Όταν ο Χουάν Γκουαϊδό θα αναφερθεί στο ενδεχόμενο ξένης στρατιωτικής επέμβασης στη χώρα, τα μέλη του Ομίλου της Λίμα θα καταδικάσουν έντονα «κάθε απειλή που συνεπάγεται ένοπλη δράση στη Βενεζουέλα» (15 Απριλίου 2019). Θα επαναλάβουν τη θέση τους όταν ο Τραμπ, με τη σειρά του, θα εξηγήσει ότι προτίθεται να αναπτύξει δυνάμεις στη χώρα.
Ενώ η κατάσταση μοιάζει μπλοκαρισμένη στο Καράκας, ο Όμιλος της Λίμα συσπειρώνεται στην ιδέα μιας πολιτικής λύσης μέσω διαπραγματεύσεων, κάτι που οι ΗΠΑ απορρίπτουν, πιστές στο σχέδιό τους περί αλλαγής του πολιτικού καθεστώτος της Βενεζουέλας. Το φιάσκο της λαϊκής εξέγερσης υπέρ του Γκουαϊδό, στις 30 Απριλίου, οδηγεί τον όμιλο να αναζητήσει τη στήριξη της Κούβας στις διαπραγματεύσεις. Η ιδέα προκαλεί οργή στην ομάδα του Τραμπ, στο εσωτερικό της οποίας κινείται ο Έλιοτ Άμπραμς, γνωστός για την υποστήριξή του στα αποσπάσματα θανάτου στην Κεντρική Αμερική τη δεκαετία του 1980 και τη μετέπειτα ψευδορκία του ενώπιον του Κογκρέσου σχετικά με την ανάμειξή του στο σκάνδαλο «Ιρανγκέιτ»3.
Ο Άμπραμς υποστηρίζει ότι η Αβάνα έχει τοποθετήσει χιλιάδες στρατιώτες και μυστικούς πράκτορες στη Βενεζουέλα, προς υποστήριξη του καθεστώτος Μαδούρο. Οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών διατείνονται ότι δεν υπάρχουν απτά στοιχεία που να ενισχύουν τη θέση αυτή, λίγη σημασία όμως έχει: όταν ο Καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τρυντώ θα επικοινωνήσει με τις κουβανικές αρχές εκ μέρους του Ομίλου της Λίμα, θα λάβει ένα οργισμένο τηλεφώνημα από τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Μάικ Πενς – ο οποίος αδημονούσε να τον διαφωτίσει περί της «καταστροφικής επιρροής» της Κούβας στο Καράκας4.
Ενώ τα μέλη του Ομίλου της Λίμα αρνούνται να επιβάλουν στη Βενεζουέλα τις οικονομικές κυρώσεις που απαιτεί η Ουάσιγκτον, οι πολιτικές ρωγμές βαθαίνουν. Διότι ακόμα και οι πιο πειθήνιοι συντηρητικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική έχουν αρχίσει να ενοχλούνται από τον παρεμβατισμό που προωθεί η κυβέρνηση Τραμπ. Ο δε σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον5 κάθε άλλο παρά κατευνάζει τους φόβους τους, όταν εκθειάζει τα πλεονεκτήματα του Δόγματος Μονρόε (μιας κοσμοθεώρησης που χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα και δικαιολογεί τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ στην αμερικανική ήπειρο) ή όταν εξηγεί στο τηλεοπτικό δίκτυο «Fox Business» ότι τα πετρελαϊκά αποθέματα της Βενεζουέλας αποτελούν ένα από τα κυριότερα αμερικανικά κίνητρα, μιας και «αυτό θα άλλαζε πολλά στο οικονομικό πεδίο για τις ΗΠΑ, εάν οι αμερικανικές επιχειρήσεις μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους πόρους της χώρας» (28 Ιανουαρίου 2019).
Οι γεωπολιτικές αυτές αποκλίσεις συχνά συνδέονται με άλλες, οικονομικής φύσεως. Με την άνοδό τους την εξουσία, ορισμένοι συντηρητικοί ηγέτες στη Λατινική Αμερική επιθυμούσαν διακαώς να επωφεληθούν από τη σύναψη συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με τις ΗΠΑ. Η εκλογή στην προεδρία ενός Ρεπουμπλικανού με μερκαντιλιστικές τάσεις6 προκάλεσε την απογοήτευσή τους. Πολύ σύντομα, το ελεύθερο εμπόριο εξαφανίστηκε από την ημερήσια διάταξη των διμερών συναντήσεων.
Εντέλει, η κυβέρνηση Τραμπ πολύ λίγο ενδιαφέρεται για την οικοδόμηση σχέσεων με συμμάχους που θεωρεί πως δεν χρειάζεται να καλοπιάσει. Ο Αμερικανός Πρόεδρος ακύρωσε πολλά ταξίδια στην περιοχή, εκ των οποίων δύο στην Κολομβία και ένα στην όγδοη Σύνοδο Κορυφής των κρατών της Αμερικής που πραγματοποιήθηκε στο Περού, παρότι το πρόγραμμα της συνάντησης -επικεντρωμένο στην αποπομπή Μαδούρο- φαινόταν να έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να γοητεύσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Έως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το μόνο ταξίδι που έχει πραγματοποιήσει ο Αμερικανός πρόεδρος στη Λατινική Αμερική ήταν στη Σύνοδο Κορυφής της G20 στο Μπουένος Άιρες, τον Δεκέμβριο του 2018.
Αλλά και όταν ασχολείται με τους συμμάχους του, δεν τους επιφυλάσσει καλύτερη μεταχείριση απ’ ό,τι στους αντιπάλους του. Στις 29 Μαρτίου άσκησε έντονη κριτική στον σκληρό δεξιό Πρόεδρο της Κολομβίας Ιβάν Ντούκε επειδή, όπως εξήγησε στις 29 του προηγούμενου Μαρτίου, «δεν έκανε τίποτα» για να περιορίσει τη δράση της βιομηχανίας της κοκαΐνης, προκαλώντας τρόμο στα υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής διπλωματίας, για τις οποίες η Κολομβία συνιστά έναν πρώτης τάξεως πολιτικό και στρατιωτικό σύμμαχο7.
Ο περίγυρος του Τραμπ ανέλαβε τον ρόλο να μετριάσει τις τριβές που δημιουργήθηκαν, μην διστάζοντας να πραγματοποιήσει αρκετά συχνά επισκέψεις στη Λατινική Αμερική. Ο Μάικ Πενς έχει επισκεφθεί πέντε φορές την περιοχή έως τώρα. Από τη μεριά του, ο Μάικ Πομπέο ως διευθυντής της CIA επισκέφθηκε την Κολομβία και το Μεξικό, πριν πραγματοποιήσει έξι νέα ταξίδια κατά τη διάρκεια της πρώτης του χρονιάς ως υπουργός Εξωτερικών. Ο Τζον Μπόλτον έχει επίσης κάνει αλλεπάλληλα ταξίδια στην περιοχή, με ιδιαίτερο σταθμό τη Βραζιλία, όταν βρέθηκε εκεί για να χαιρετίσει στο πρόσωπο του ακροδεξιού Προέδρου της χώρας Ζαΐρ Μπολσονάρο «έναν εταίρο που εκπέμπει στο ίδιο μήκος κύματος με εμάς»8.
Οι προσπάθειες όμως αυτές τελικώς μετρούν ελάχιστα: η περιφρόνηση του Τραμπ για τη Λατινική Αμερική δυσκολεύει τη γεωπολιτική τοποθέτηση των Αμερικανών συντηρητικών ηγετών: δείχνουν ανίκανοι να υιοθετήσουν μια αντίληψη του κόσμου που δεν θα βασίζεται στην αμερικανική ηγεσία, στην οποία βεβαίως είναι πρόθυμοι να συμβάλουν… με την ελπίδα να αποκομίσουν κάποιο όφελος.
Τρανό παράδειγμα αυτού του αδιεξόδου αποτελούν τα φτωχά αποτελέσματα της δράσης των περιφερειακών οργανώσεων που επινόησε η Δεξιά. Το μόνο επίτευγμα της Συμμαχίας του Ειρηνικού στα οκτώ χρόνια ύπαρξής της ήταν η ενοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών των μελών της, χωρίς όμως να καταφέρει να τονώσει τις οικονομίες τους. Το πιο σημαντικό συντηρητικό μπλοκ, ο Όμιλος της Λίμα, είναι μονοθεματικό, καθώς επινοήθηκε στο πλαίσιο της κρίσης στη Βενεζουέλα: εγκλωβισμένος ανάμεσα στην υποστήριξη της αλλαγής καθεστώτος στο Καράκας και στην ακραία πολιτική της Ουάσιγκτον, μένει τελικά στο περιθώριο των πιο ελπιδοφόρων προσπαθειών για την επίτευξη λύσης μέσω διαπραγματεύσεων (όπως εκείνες της Νορβηγίας9). Ο πιο πρόσφατος οργανισμός φέρει το όνομα Φόρουμ για την Πρόοδο και την Ανάπτυξη της Νότιας Αμερικής, ή αλλιώς PROSUR. Ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 2019 από την Αργεντινή, τη Βραζιλία, την Κολομβία, το Εκουαδόρ, τη Γουιάνα, την Παραγουάη και το Περού, κράτη με δεξιές κυβερνήσεις, με κύριο στόχο να απαξιώσει ακόμα περισσότερο την UNASUR.
Αρκεί όμως η εναντίωση στις οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές πολιτικές της Αριστεράς για να οικοδομηθεί ένα πολιτικό πρόγραμμα; Παραδόξως, η κρίση στη Βενεζουέλα φαίνεται να προσφέρει μοναδική συνοχή στη συμμαχία των συντηρητικών δυνάμεων της μίας και της άλλης όχθης του Ρίο Μπράβο. Τι θα συμβεί άραγε στη συμμαχία αυτή, όταν κάποια μέρα το ζήτημα Βενεζουέλα διευθετηθεί;
* O Alexander Main είναι διευθυντής του τμήματος Διεθνούς Πολιτικής στο Center for Economic and Policy Research (CEPR) της Ουάσιγκτον